Οι μαθητές Ιάσων Μαστορόπουλος και Χρήστος Γκογκόνης κέρδισαν το βραβείο της Επιτροπής Ελληνισμού «Ανδρέας Γιαννιτσόπουλος» για το έτος 2025 και έλαβαν από 500 ευρώ.
********************************************
Να σας πω μια ιστορία;
Ιάσων Μαστορόπουλος
(Σόφια, Βουλγαρία)
Το ποίημα «Να σας πω μια ιστορία;» που ακολουθεί μας το έστειλε ο Ιάσων Μαστορόπουλος από τη Σόφια της Βουλγαρίας.
Ο Ιάσων είναι οκτώ ετών και φοιτά στο Α’ επίπεδο ελληνομάθειας στο Τμήμα Ελληνικής Γλώσσας Σόφιας με υπεύθυνη εκπαιδευτικό την κ. Βασιλική Αναγνωστοπούλου.
Να σας πω μια ιστορία;
Είμαι πολύ μικρός μα θα σας πω μια ιστορία
για ένα μωρό σπουδαίο απ’ την Μακεδονία,
με γονείς τον Φίλιππο και την Ολυμπιάδα,
έγινε ξακουστός σε όλη την Ελλάδα.
–
Είχε για δάσκαλο τον περίφημο Αριστοτέλη,
την ηθική και τη ρητορική του απαγγέλλει.
Ο Βουκεφάλας για πάντα στο πλευρό του,
πιστός και περήφανος ως τον θάνατό του.
–
Της Τροίας θαύμαζε τον δυνατό Αχιλλέα
αφού τα κατορθώματά του ήταν θαρραλέα
τον γόρδιο δεσμό κατάφερε να λύσει
και την Ασία γενναία να κατακτήσει.
–
Ξεκίνησε η εκστρατεία κατά της Περσίας
αποφεύγοντας έξυπνα κινήσεις προδοσίας,
ίδρυσε την Αλεξάνδρεια μια πανέμορφη πόλη
που μέχρι και σήμερα την θαυμάζουν όλοι.
–
Διέδωσε τον ελληνικό πολιτισμό μέχρι την Ινδία,
γράφουν για αυτόν όλα τα βιβλία.
Σωστά μαντέψατε τον Μέγα Αλέξανδρο περιγράφω,
δεν έχασε ούτε μια μάχη, αχ πόσο θέλω να του μοιάσω!
–
Κρίμα που πεθανε νωρίς
Είναι να απορείς…
«Ζει ο Μέγας Αλέξανδρος;» ρωτά η αδερφή του η γοργόνα
«Ζει και βασιλεύει!» να απαντάς και θα ζει αιώνια.
********************************************
Η διάλεκτος του τόπου μου!
Χρήστος Γκογκόνης
(χωριό Βρυσερά Δρόπολης, Βόρειος Ήπειρος)
Την έκθεση «Η διάλεκτος του τόπου μου!» που ακολουθεί μας την έστειλε ο Χρήστος Γκογκόνης από το χωριό Βρυσερά Δρόπολης της Βορείου Ηπείρου.
Ο Χρήστος είναι μαθητής της Α΄ Γυμνασίου και φοιτά στο Ενιαίο Σχολείο Βουλιαρατών με διευθύντρια την κ. Νατάσα Κουτσού.
Η διάλεκτος του τόπου μου!
Ο τόπος μου είναι ένας τόπος ιστορικός με καταβολές από την αρχαιότητα. Το όνομα της γενέτειράς μου είναι Δρόπολη - Δρυϊνούπολη ή Δερόπολη, όπως την αποκαλούν οι παππούδες και οι γιαγιάδες. Η Δρόπολη στην αρχαιότητα υπήρξε αποικία του Δωρικού Ελληνικού φύλου των Δρυόπων, από όπου πήρε και το όνομα της.
Στην κλασική αρχαιότητα οι κάτοικοί της ήταν το ηπειρώτικο φύλο Χαόνες. Σημασιολογικά η Δερόπολη είναι «πόλη με δέντρα». Είναι μια περιοχή με πλούσια λαϊκή παράδοση. Παρουσιάζει μια καθαρότητα στο γραπτό λόγο, ωστόσο στον προφορικό λόγο, ειδικά εμείς οι νέες γενιές, συναντάμε λέξεις και εκφράσεις που μας κάνουν να απορούμε «τί να μας λέει άραγε η γιαγιά τώρα;»
Οι μεγαλύτεροι άνθρωποι έχουν την δική τους γλώσσα στην καθημερινότητά τους, στις γιορτές, στους γάμους, στον τρόπο που θρηνούνε. Οι πιο νέοι δεν κατανοούμε ακριβώς τι λένε, αλλά βρίσκουμε διασκεδαστικό τον τρόπο που τα λένε και πολλές φορές υιοθετούμε κάποιες λέξεις και τις χρησιμοποιούμε στην παρέα και γελάμε πολύ!
Σε μια βόλτα στο χωριό το πρώτο πράγμα που θα ακούσεις είναι: «Ποιανού είσαι μαναχό μ’;» ή «Πούθε είσαι;» (από που είσαι;). Αν περάσεις μερικές ώρες στη γιαγιά, θα φύγεις πλούσιος από νέες λέξεις ή εκφράσεις. Εάν της πεις: «γιαγιά πεινάω», η απάντηση είναι: «Έκα ψυχή μου, έκα να σκωθεί (σηκωθεί) η γιαγιά να βρεί τα αγγειά (πιάτα) τα καλά». «Άιντε αρσίκη μου να φας ψιά (λίγο) φαΐ να τσιωθείς (μεγαλώσεις) που έμεικες τσότσο κούτσικο» . Για να σε ρωτήσει, αν σου άρεσε το φαΐ, θα πει: «θαραπαύτηκες (σου άρεσε) ήτανε μπογλίκο;» Στην πρώτη τρεχάλα θα σου πει: «Στάσου μωρέ, στάσου αρέντα αρέντα (τρέξιμο) τσεδώ τσεκή όλη μέρα». Αν ζητήσεις κάτι γρήγορα, θα ακούσεις: «Για μη γνίαζεσε, γλήγορα θα γεράσεις, αγάλια αγάλια, είμαι μπάμπο δεν βγάζω νιάτα». Στο πρώτο φτέρνισμα ή βήξιμο ακούς: «Πλευριτώθηκες μαύρο νιό, πλευριτώθηκες! Μπλέτσο όλη μέρα στα σοκάκια, χωρίς πατούνες (κάλτσες) με τα κλιτσουνάρια (πόδια) όξω». Αν δεν μπορούν να κάνουν μια δουλειά, γιατί τα παιδιά είναι ζωηρά και τους ενοχλούν, θα ακούσεις: «Γκαζγκάνι με ζούρλανες με αλατούριασες τη μαύρη, τι να γένω με τε σένα;» Στην ερώτηση: «Τι κάνεις;», θα σου απαντήσουν: «Τι να κάνω μωρέ, μαναχό μου, μου καμώνετε και σκιένω. Με τα ζωντανά μιλάω, ζυγούρια και βετούλια είναι η παρέα μου. Mαναχοί μας σαν τα κούτσουρα! Κρένουμε (μιλάμε) με τα παιδιά στο τηλέφωνο και μας μάθανε και τα αγγόνια να μιλάμε στο τσαπί (WhatsApp) ή το βαϊμπέρι (Viber)».
Όταν μιλάνε για τα ζώα τους, παρ’ ότι τα αγαπάνε, θα ακούσεις να μιλάνε σαν να τα βρίζουν: «Τα μπάνταλα τα βετούλια όλη μέρα αρέντα έφτακαν στη ράχη. Με ξεποδαριάσανε, προπάντον (ειδικά) κείνη, η μονόβυζα, η αίγα είναι σουργούνη, δεν στέκεται. Παίρνει και την κένα (όνομα γιδιών) μαζί και αρέντα». Στο κοτέτσι, νομίζω, κάνουν την καλύτερη συζήτηση. Ακούς: «μωρέ σκιάγματα τι καρκαλέστε όλη μέρα, μπάνταλες, μονάχα ζαφτέτε, αυγό πουθενά. Μου σγκορίσατε τον κήπο. Πάνε τα σφρέκλα και τα κοκκινογούλια μου. Και εσύ, μωρέ, πέτε, γιατί δεν τις μαζώνεις; Θα σας φάνε τα αλούπια. Γιόμησε ο τόπος εδώ σιακάτω». Τα σκυλιά και τις γάτες, ενώ τα έχουν παρέα, μόλις τα δούνε μέσα στο σπίτι φωνάζουν: «Αστιέ (άντε) πέρα, με φάγατε και εσείς, έχω τα χάλια μου, έχω και εσάς να με αλλατουριάζετε».
Και ανάλογα με την εποχή του χρόνου, βλέπουμε να κυριαρχούν κάποιες λέξεις. Παράδειγμα την εποχή της άνοιξης, θα ακούσεις να τους απασχολούν τα χωράφια και η σπορά. Φωνάζει η μια την άλλη (κυρίως οι γυναίκες που ασχολούνται με τα κηπευτικά, όταν πρόκειται για μικρές καλλιέργειες): «Μωρ’ Βαγγέλαινα τα μπελέτισες. Άρχεψες. Βάνεις τίποτα;» Αν αργήσει να απαντήσει, ακούς: – «πολογίσου, δεν κους;» – «Έκα, μωρέ, έκα θα πολογιθώ, αλλά τι να σου πω, τι να βάλω, είναι βαρύ (το χώμα). Άσε που είναι γιόματο σβόλια, σγκορίζω. Τι να κάμω τα ανοιξιώτικα (είδος φασολιού πού φυτεύεται την άνοιξη) θέλουν βάλσιμο, πάει ο καιρός τους». Το καλοκαίρι κυριαρχούν λέξεις, όπως «τούτος ο Θερτής μας ζεμάτισε, αλλά θα αντέξουμε. Tον Αλωνάρι και της Παναγιάς τι να γένουμε; που θα χουμέ και τα παιδιά, που δεν θα χουμε μπόγλικο νερό». Εννοείται πώς και για το Φθινόπωρο έχουν τη δική τους γλώσσα. Καταρχήν το Φθινόπωρο το λένε Χινόπωρο και με βάση τις δουλειές τους ακούς: «χινωπόριασε, ο τρύγος εφτάκε, θέλουν μάσιμο πάτημα, βγάλισιμο τα τσάμπουρα» (εννοούν το τσίπουρο και το κρασί, προϊόντα της περιοχής μας). Το χειμώνα που γι’ αυτούς είναι η δυσκολότερη εποχή, οι λέξεις δεν είναι πολλές. Συνήθως μαζεύονται στο τζάκι, το οποίο ονομάζουν και μπουχάρι και τη φωτιά στιά.
Και για τις μεγάλες γιορτές του χρόνου έχουν τη δική τους γλώσσα. Τα Χριστούγεννα, στην ερώτηση τι καλό μας έφτιαξες γιαγιά, ακολουθούν τα παρακάτω: «Νύφη (στην περιοχή μας, όσα χρόνια και αν περάσουν, την γυναίκα του γιου τους την λένε “νύφη”), θα κάμω τηγανίτες της πλάκας (σπάργανα του Χριστού) με κάχτες και ζάχαρη και θα τις μουσκιέψω», «Έλα, νύφη μου, γραμμένη (έτσι αποκαλούν τα κορίτσια συνήθως) να κάτσουμε μαζί να τις φτιάκουμε να μαθαίνεις, να σας λογιάζω εδώ, να γιομίζει η καρδιά μου χαρά. Για τε σας έκαμα κουλούρα (Χριστόψωμο) και αλλά γλυκάδια. Θα κάνουμε και κριγιάσι και πατάτες στη στιά να δείτε τι νοστιμιά που έχουν και μπουρέκι και κροθόπιτα». «Το πρωί έχει λειτουριά στον Αϊ Γιώργη. Θα σας σκώσω (σηκώσω, ξυπνήσω) να πάμε, λέω. Θα έχει νοματέους σάμα έρθε κόσμος στο χωριό φέτο, κράτησε ο καιρός και κάτι γίγγε έρθανε». Το δε Πάσχα τα φαγητά τους έχουν και αυτά τη δική τους ονομασία. Με κρομμυδόφυλλα (φλούδες κρεμμυδιών) βάφουν τα αυγά την Μεγάλη Πέφτη (Πέμπτη), και οπωσδήποτε χλωρόπιτα, δηλαδή τυρόπιτα με φρέσκο τυρί, που φτιάχνουν στην τσαντίλα.
Αν ρωτήσεις πώς γίνονταν, οι γάμοι στην γενιά τους, στην περιγραφή που θα σου κάνουν σίγουρα θα βρεις πολλές άγνωστες λέξεις. Συνήθως ξεκινάνε με αναστεναγμό, όταν μιλάνε για τέτοια γεγονότα. «Αχ! Η χαρά τότε είχε αξιά. Πρώτα κάναμε τα αρραβωνιάσματα, μετά τη χαρά και τελευταία τα γυρίσματα. Οι τιμασιές αρχεύανε την Πέφτη και στα δυο σπίτια. Μαζεύαν ξύλα για το μαγείρεμα και οι γυναίκες τα κουβαλούσανε ζαλωμένες. Έσιανανε το ζαλίκι (φόρτωμα) στο πελιαύρι (αυλή). Οι γυναίκες ποιάνανε τα προζύμια και ζυμώνανε μπουγκάτσιες (κουλούρες), στόλιζανε το γιούκι (προικιά) και το πηγαίνανε στο σπίτι της νύφης. Το Σαββάτο στρώνανε τα τραπέζια και οι καλεσμένοι έρχονταν με τα κανίσκια. Την Κυριακή φκιασίδωναν τη νύφη με φκιάσιδια και της τραγουδούσαν. Ενώ στο γαμπρό αρχεύε το αρμάτωμα του. Ύστερα κινούσε ο γαμπρός μαζί με το ψίκι και τη νούνα του να πάνε να πάρουνε την νύφη. Τα μικρά παιδιά του χωριού αρέντεβαν να δώκουνε τα συχαρίκια, ότι έρθε το ψίκι. Βγάζανε τη νύφη στους συμπέθερους και ροβολούσανε για την εκκλησιά. Γένουνταν τα στεφανώματα και χορεύανε στην αυλή της εκκλησιάς με τα βιολιά. Υστέρα έριχνε η νύφη την κουλούρα αγοπάνω από το άλογο και αρχεύαμε να κάνουμε τα ταξίματα για το ξεπέζεμα της νύφης. Κατόπι ξεμπουλώνανε τη νύφη και στρώνανε τις ταύλες και αρχεύε το γλέντι».
Αυτές είναι κάποιες από τις πολλές λέξεις και φράσεις που κάνουν τη γλώσσα του τόπου μου πιο όμορφη και ξεχωριστή! Είναι η παράδοση μας! Μας φέρνει σε επαφή με τους προγόνους μας! Μπορεί αυτόν τον τρόπο ομιλίας, αυτά τα ιδιώματα, να μην τα χρησιμοποιήσουμε ποτέ πια, αλλά πρέπει οπωσδήποτε να τα γνωρίζουμε. Να μην τα αφήσουμε να χαθούν. Αντίθετα θα πρέπει να τα περάσουμε στις επόμενες γενιές, που σίγουρα δεν θα έχουν την ευκαιρία να ακούσουν αυτές τις λέξεις όπως τα παιδιά στην δική μου ηλικία. Παρότι ακούγονται περίεργες, έχουν μια ομορφιά, γιατί ανήκουν στη γλώσσα των προγόνων και μας δείχνουν ποιές είναι οι ρίζες μας.
Tο βραβείο «Ανδρέας Γιαννιτσόπουλος» προκηρύσσεται με δαπάνη του μέλους της Επιτροπής Ελληνισμού Ανδρέα Γιαννιτσόπουλου στη μνήμη του εγγονού του Ανδρέα Γιαννιτσόπουλου, ομογενούς μας κατοίκου ΗΠΑ, ο οποίος έχασε τη ζωή του αδόκητα το 2021 σε ηλικία μόλις 21 ετών.
